Στο άγριο το δάσος πέρα εκεί στην εξοχή όμορφη Τσιγγάνα ζούσε πάντα μοναχή. Μόνη της πονούσε μόνη της θρηνούσε το τρελό παιδί που'χε αγαπήσει και που'χε ποθήσει να το ξαναδεί.(δις)
Μα τι κι αν είναι όμορφη αυτή Τσιγγάνα κι αν έχει μύρια θέλγητρα και μάτια πλάνα κι αν ρίχνει μάγια κι όλους ξέρη να μαγεύει μα του τρελού παιδιού της την καρδιά, ωϊμένα δεν είχε ως τόσο αυτή μπορέσει να κλέψει κάποτε μια βραδιά.
Κι έριχνε τα μάγια κι έριχνε και τα χαρτιά και με το φεγγάρι μίλαγε κάθε βραδιά κι όλο το ρωτούσε, κείνος π'αγαπούσε, αν θε να βρεθεί για να πέσει πάλι μέσ΄ 'την αγκαλιά του, όπου τον ποθεί.(δις)
Τώρα ο νιός με άλλη σμίγει τα φιλιά του, άλλη κοπέλα σφίγγει μες την αγκαλιά του και μια βραδιά μαζί μ'αυτή στο δάσος πάει και την Τσιγγάνα ψάχνει για να βρεί, μα εκείνη
μόλις τον βλέπει μ' άλλη κοντά του πέφτει μπροστά του με μιας νεκρή