Άνοιξη μπαίνει μεσημέρι και ένας ήλιος που σε ξέρει, παίζει στις πλάτες σου. Βγάζεις καρέκλα στο μπαλκόνι, ούτε ο θεός δε σε γλιτώνει απ' τις απάτες σου.
Πουλάς στον πάγκο τα όνειρά σου, τα ορφανά ξανθά μωρά σου να μη σου μείνουνε. Τους λες απόψε θα πεθάνω και όλοι κάτι παραπάνω στο τέλος δίνουνε.
Ένα τσιγάρο σε ρουφάει και ως το τέλος θα σε πάει, εδώ τρελλαίνονται. Ρίξε στην πόλη τη ματιά σου και πες μου πόσα είναι δικά σου, απ' όσα φαίνονται.
Ήθελες όλα να τ' αλλάξεις, μα πριν προλάβεις να φωνάξεις, κάποιοι σου γνέφανε. Τους πούλησες το σαματά σου και τώρα μέτρα τα λεφτά σου και τράβα πέθανε.
Άνοιξη μπαίνει μεσημέρι και ένας ήλιος που σε ξέρει, παίζει στις πλάτες σου. Βγάζεις καρέκλα στο μπαλκόνι, ούτε ο θεός δε σε γλιτώνει απ' τις απάτες σου.
Ήθελες όλα να τ' αλλάξεις, μα πριν προλάβεις να φωνάξεις, κάποιοι σου γνέφανε. Τους πούλησες το σαματά σου και τώρα μέτρα τα λεφτά σου και τράβα πέθανε.
Εγγραφείτε στο επίσημο κανάλι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου!